Γράφει ο Γιάννης Παρίσης.
Ο καλός, ο κακός κι ο νομοθέτης: από τον Δημοσθένη στον John Grisham
Η ταινία του Sergio Leone «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» («Il buono, il brutto, il cattivo”, 1966, βλ. εδώ) είναι ένα από τα σπουδαία δείγματα του είδους που έμελλε ειρωνικά να ονομαστεί «western spaghetti» αλλά να προσφέρει πολλές ώρες κινηματογραφικής απόλαυσης στους φανατικούς φίλους του.
Η ταινία ξεκινάει με δύο άσπονδους φίλους κομπιναδόρους (Clint Eastwood και Eli Wallach), να παίζουν ένα επικίνδυνο παιχνίδι: καθώς ο ένας είναι επικηρυγμένος (Eli Wallach, ο «άσχημος»), ο άλλος (Clint Eastwood, ο «καλός») τον παραδίδει στις αρχές και εισπράττει άμεσα την προκαθορισμένη αμοιβή· στη συνέχεια, ο άσχημος καταδικάζεται με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο δι’ απαγχονισμού στην πλατεία. Ωστόσο, ακριβώς τη στιγμή που περιμένει το μοιραίο με τη θηλιά περασμένη στο λαιμό του, από πολύ μακριά, ο καλός σημαδεύει με την καραμπίνα του το σχοινί, το πετυχαίνει και πάνω στον πανικό και στην αναμπουμπούλα, ο άσχημος το σκάει. Έξω από την πόλη οι δυο τους μοιράζονται τα χρήματα της επικήρυξης και ξεκινούν για την επόμενη, όπου το κόλπο θα επαναληφθεί με την ίδια ευτυχή κατάληξη.
Πού οφείλεται η επιτυχία αυτής της προσοδοφόρου αλλά πολύ επικίνδυνης κομπίνας; Λογικά, σε δύο παράγοντες: πρώτον, στο άριστο σημάδι που σίγουρα ξέρει ο Blondie (παρατσούκλι του Clint Eastwood στην ταινία) και δεύτερον, στην απόλυτη εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει σ’ αυτόν και στις ικανότητές του ο άσπονδος φίλος του, ο οποίος ουσιαστικά εναποθέτει τη ζωή του σε έναν άνθρωπο που έχει ήδη πάρει τα χρήματα της κομπίνας και θα μπορούσε κάλλιστα να αστοχήσει, ώστε να μείνουν όλα δικά του.
Ας το σκεφτούμε λίγο: ικανότητα και εμπιστοσύνη. Δύο στοιχεία απαραίτητα σήμερα για να ξεφύγουμε από το τέλμα στο οποίο βρισκόμαστε. Δύο από τα πάμπολλα που έχουμε ανάγκη αλλά δεν υπάρχουν γύρω μας, ιδίως στους ανθρώπους της εξουσίας. Έχοντας δει τις συγκεκριμένες σκηνές πάμπολλες φορές, μου είναι εντελώς αδύνατον να συγκρατήσω μια πολύ κακή σκέψη: κι αν υποθέσουμε ότι ο λαιμός στη θηλιά δεν μας είναι και πολύ συμπαθής, πώς θα αντισταθούμε στον πειρασμό να αστοχήσουμε και να ησυχάσουμε από αυτόν για πάντα;
Για παράδειγμα, αν φανταστούμε στη θέση του άσχημου κάποιον νομοταγή πολίτη, φαινομενικά τουλάχιστον, όπως τον ίδιον τον νομοθέτη, πόσοι από τους σημερινούς Έλληνες παίρνουν όρκο ότι δε θα αστοχούσαν ακόμα κι αν στο σημάδι ξεπερνούσαν σε ικανότητα τον Blondie;
Ας δούμε τι λέει πάνω στο θέμα ένας πολιτικός άλλης εποχής, ο Δημοσθένης. Είναι, βέβαια, εντελώς απίθανο ο Sergio Leone ή κάποιος άλλος από τους συντελεστές της ταινίας να είχει μελετήσει τον Αθηναίο ρήτορα αλλά η ομοιότητα της σκηνής είναι εντυπωσιακή. Στον λόγο του «Κατά Τιμοκράτους», ο Δημοσθένης μας παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο νομοθετούν οι Λοκροί: «…αν κάποιος επιθυμεί να θεσπίσει έναν καινούριο νόμο, νομοθετεί με το λαιμό του σε θηλιά· κι αν ο νόμος φανεί ότι είναι καλός και χρήσιμος, ο νομοθέτης φεύγει ζωντανός, αλλιώς σφίγγει η θηλιά και πεθαίνει.» (Κατά Τιμοκράτους, 139-140: “…ἐν Λοκροῖς…ἐάν τις βούληται νόμον καινὸν τιθέναι, ἐν βρόχῳ τὸν τράχηλον ἔχων νομοθετεῖ καί, ἐὰν μὲν δόξῃ καλὸς καὶ χρήσιμος εἶναι ὁ νόμος, ζῇ ὁ τιθεὶς καὶ ἀπέρχεται, εἰ δὲ μὴ τέθνηκεν ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου”). Η μόνη σκέψη που μπορεί να μας έρθει στο νου διαβάζοντας το απόσπασμα αυτό είναι ότι πρέπει να μιμηθούμε τους Λοκρούς όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ώστε κανείς από τους εντελώς ανίκανους και αφερέγγυους που νομοθετούν σήμερα να μη μείνει ζωντανός!
Ωστόσο, όποιος διδάσκει Δημοσθένη, είναι πιθανόν λίγο αργότερα να ξεκουράζεται διαβάζοντας τον ειδικό στα δικαστικά και νομικά θρίλερ, δηλαδή τον John Grisham. Κι ενώ, λοιπόν, έχει την παραπάνω δολοφονική αλλά ευχάριστη φαντασίωση, πέφτει χωρίς να το περιμένει στις εξής σελίδες, που αποδεικνύουν περίτρανα ότι οι νομοθέτες είναι κι αυτοί απλά όργανα ανώτερων δυνάμεων και ότι η διαφθορά έχει πολλούς κύκλους, τον ένα μέσα στον άλλο: “Στα νεανικά του χρόνια, ο Layton Koane είχε εκτίσει τέσσερις θητείες στη Βουλή των Αντιπροσώπων αλλά στη συνέχεια οι ψηφοφόροι τον έστειλαν σπίτι του, μετά από μία βρόμικη ιστορία με μία γυναίκα που ήταν μέλος του προσωπικού του. Έπειτα απ’ αυτή την ατίμωση δεν μπορούσε να βρει σοβαρή δουλειά στην πατρίδα του στο Tennessee και καθώς είχε εγκαταλείψει το κολέγιο στη μέση, δε διέθετε πραγματικά ταλέντα ή ικανότητες. Το βιογραφικό του ήταν απογοητευτικά ισχνό. Χωρισμένος, άνεργος, χρεωκοπημένος και μόνο σαράντα ετών, επέστρεψε στην Washington και αποφάσισε να ακολουθήσει τον δρόμο που είχαν πάρει πολλοί αποτυχημένοι πολιτικοί και να τιμήσει μία από τις πιο σεβαστές παραδόσεις της Washington. Έγινε λομπίστας.
Δεν τον βάραιναν ηθικοί περιορισμοί κι έτσι ο Koane γρήγορα έγινε ένα ανερχόμενο αστέρι στο πολιτικό ρουσφέτι. Μυριζόταν τα λεφτά και ήξερε πώς να τα αποσπάσει και να τα παραδώσει στους πελάτες του που ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν τις διαρκώς αυξανόμενες αμοιβές του. Ήταν ένας από τους πρώτους λομπίστες που καταλάβαιναν το περίπλοκο σύστημα των εξειδικευμένων κονδυλίων, αυτών των εθιστικών λιπαρών πιάτων που τόσο αρέσουν στα μέλη του Κογκρέσου και πληρώνονται από τους ανυποψίαστους ψηφοφόρους. Ο Koane ξεχώρισε για πρώτη φορά στο νέο του επάγγελμα όταν εισέπραξε αμοιβή εκατό χιλιάδων δολαρίων από ένα γνωστό δημόσιο πανεπιστήμιο που χρειαζόταν καινούριο γήπεδο μπάσκετ. Ο Θείος Σαμ πλήρωσε δέκα εκατομμύρια δολάρια για το γήπεδο, ένα κονδύλι που ήταν κρυμμένο στα ψιλά γράμματα ενός νομοσχεδίου τριών χιλιάδων σελίδων που πέρασε μεσάνυχτα. Όταν το έμαθε ένα αντίπαλο σχολείο, δημιουργήθηκε σάλος. Αλλά ήταν πολύ αργά.
Αυτή η διαμάχη έκανε γνωστό τον Koane και οι νέοι πελάτες άρχισαν να έρχονται τρέχοντας. Ένας ήταν μία κατασκευαστική εταιρεία στη Virginia που είχε σκεφτεί να κατασκευάσει ένα φράγμα σ’ ένα ποτάμι, ώστε να δημιουργηθεί μία λίμνη κι έτσι να πουληθούν τα παραλιακά οικόπεδα σε τσιμπημένες τιμές. Ο Koane χρέωσε πεντακόσια χιλιάρικα την εταιρεία και τους είπε να σπρώξουν άλλα εκατό χιλιάρικα στην Επιτροπή Πολιτικής Δράσης του βουλευτή της περιοχής, η οποία παρεμπιπτόντως, δε χρειαζόταν καθόλου το φράγμα. Όλοι πληρώθηκαν και συμφώνησαν και ο Koane έπιασε δουλειά μελετώντας τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, όπου βρήκε μερικά σκόρπια ψιλά – οχτώ εκατομμύρια δολάρια – σε ένα αμυντικό κονδύλι για το Μηχανικό του Στρατού. Το φράγμα κατασκευάστηκε. Η εταιρεία έβγαλε πολλά λεφτά. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι εκτός από τους οικολόγους και τις πόλεις που ήταν πιο κάτω στο ποτάμι.” (John Grisham, «Οι δικηγόροι», μτφ. Γιώργος Μπαρουξής, εκδόσεις Bell, Αθήνα 2012, σσ. 218-219, πρωτότυπος τίτλος: «The Litigators»).
Έπειτα απ’ αυτά, τι να πει και τι να γράψει κανείς; Ο Layton Koane είναι η επιτομή του σύγχρονου ανθρώπου της εξουσίας: ένας ανεπάγγελτος και ανίκανος κατάφερε να εκλεγεί τέσσερις φορές βουλευτής κι όταν από μία τυχαία κακή στιγμή η σπουδαία καριέρα του καταστράφηκε, πέρασε στα παρασκήνια, δηλαδή στην αληθινή εξουσία, και διέπρεψε.
Τελικά, φαίνεται ότι ικανότητες και εμπιστοσύνη υπάρχουν αλλά χρησιμοποιούνται σε άλλο επίπεδο και όχι σ’ αυτό που θα θέλαμε. Έπειτα απ’ όλα αυτά, τι να πει και τι να γράψει κανείς, τι λύση να προτείνει ή να προκρίνει; Είναι προφανές ότι πάντοτε τα χρήματά μας θα πηγαίνουν χαμένα, αιωνίως θα χρωστάμε και θα απολαμβάνουμε τις μικρές δολοφονικές μας φαντασιώσεις, σε μια νοσηρή κατάσταση που δεν μπορεί να διορθωθεί ούτε στις ταινίες!
Παρόμοια άρθρα μπορείτε να βρείτε στη Φιλογνωσία.