Όταν η Τζένη Μαστοράκη αποκάλυψε το 2011 ότι ξαναμεταφράζει τριάντα τόσα χρόνια μετά τον φύλακα στη σίκαλη του Σάλιντζερ, κριτικοί, αναγνώστες και λοιποί περίμεναν εναγωνίως το εγχείρημα αυτό, καθότι η δική της μετάφραση θεωρούνταν και θεωρείται η καλύτερη μετάφραση του μυθιστορήματος του Σάλιντζερ σε ευρωπαϊκή γλώσσα.
Αυτό που σίγουρα δεν περίμενε κανείς ήταν πως όταν η Μαστοράκη αποφάσισε να ξαναπιάσει το βιβλίο από την αρχή, δεν μπορούσε να εξαιρέσει ούτε τον τίτλο από τη φιλοσοφία της «καμιά λέξη δεν διαρκεί για πάντα», που διατρέχει τη νέα μετάφραση. “Ο φύλακας έγινε πιάστης ,η σίκαλη παρέμεινε , και προστέθηκαν τα στάχια.” Ξέρω τώρα, πως ίσως σκέφτεσαι και απορείς όπως κι εγώ, «τι θα απογίνουμε δίχως φύλακα, έτσι τον μάθαμε και έτσι τον καλλιεργήσαμε μέσα μας, πώς μπορείς να αλλάζεις έτσι μια σταθερά;»
Η Τζένη Μαστοράκη λοιπόν, εξηγεί περί τίτλου: «Δεν τον υπερασπίζομαι αλλά αυτόν είχα τόσα χρόνια μέσα στο κεφάλι μου. Μπορείτε να πείτε ίσως ότι αυτοκαταργήθηκα. Για μένα ήταν κάπως αναγκαστικό. Τότε ήμουνα μικρή και άπειρη για να το τολμήσω. Αποφάσισα λοιπόν να βάλω στον τίτλο ολόκληρο τον επίμαχο στίχο του σκωτσέζου ποιητή, κάνοντάς τον και λίγο δεκαπεντασύλλαβο, “στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης”. Ο Χόλντεν Κόλφιλντ θέλει να γίνει παιδοπιάστης, αυτό είναι το επάγγελμα που ονειρεύεται», πράγμα που αποκαλύπτεται στον αναγνώστη προς το τέλος της αφήγησης.
«Κάπως έτσι πέρασε στην ιστορία ο κατά τ’ άλλα ανθεκτικός «φύλακας», ένας επί της ουσίας λειψός «τερματοφύλακας» στα καθ’ ημάς – οι Αμερικανοί έχουν τουλάχιστον κάτι να τους θυμίζει το baseball, τον τύπο (catcher) που πιάνει την μπάλα με το γάντι, δεν υπήρχε όμως αντίστοιχος όρος στην ομιλουμένη ελληνική, ακόμη και οι αθλητικογράφοι χρησιμοποιούσαν το γαλλικό “κατσέρ” εκείνη την εποχή (…) Αν έλεγες σ’ ένα παιδί της πόλης τη λέξη “σίκαλη”, διότι περί αυτού επρόκειτο, άντε να πήγαινε ο νους του ως τις φρυγανιές, σε εικόνες χωραφιών, όπου σαλεύουν τα στάχια, δύσκολα θα έφθανε».
Οι τολμηρές αλλαγές της μεταφράστριας ωστόσο δεν μένουν μόνο στον τίτλο, αλλά με την πρώτη ματιά κιόλας ο αναγνώστης καταλαβαίνει αμέσως τον νέο αέρα που διαπνέει το έργο, αφού είναι σαν να θέλει να συστηθεί από την αρχή, κλασικός μεν, φρέσκος δε. Για παράδειγμα , τα γλωσσικά τικ του Χόλντεν που μέχρι τώρα αποδίδονταν ως «και τα ρέστα», πλέον έχουν αντικατασταθεί με «ξέρω γω» , ενώ από τις πρώτες κιόλας αράδες ο εσωτερικός μονόλογος του Χόλντεν ξεκινάει με τις φράσεις «Αμα μιλάτε σοβαρά πως θέλετε να σας τα πω, εντάξει τώρα, εσείς θα περιμένετε μήπως αρχίσω να σας λέω έτσι κάνα που γεννήθηκα, και τι σκατά που θα’ τανε τα παιδικά μου χρόνια, κι όσα ξερω γώ τι άλλα είχαν κάνει οι δικοί μου πριν με κάνουνε κι εμένα, κι ένα κάρο μαλακείες, που ούτε Δαβίδ Κόπερφιλντ -μόνο που, για να πω και την αλήθεια αλήθεια μου άμα θέλετε, εγώ δεν έχω όρεξη για τέτοια».
Όπως έχει πει και η ίδια στο παρελθόν «Ο Χόλντεν Κόλφιλντ δεν είναι εύκολη περίπτωση. Δεν σου επιτρέπει να τον συμπονέσεις, δεν θέλει να τον αγαπήσεις, να τον κάνεις φίλο σου, να ταυτιστείς μαζί του έστω: είναι αδιαπέραστη η ερημιά του, βλέπει τον κόσμο σαν αμείλικτος τριαντάρης αλλά εκφράζεται με λεξιλόγιο και συντακτικό ενός πιτσιρικά. Δεν πουλάει επανάσταση. Απολύτως τίποτα δεν πουλάει. Απελπίζεται αλλά δεν το λέει φωναχτά. Παραιτείται αλλά δεν το κάνει ζήτημα. Έχει απίστευτο μεγαλείο και η απελπισία και η παραίτησή του. Ίσως γι’ αυτό έχει αντισταθεί ως τώρα στις σχολικές αναλύσεις των Αμερικανόπαιδων, στην άρνηση και στη λατρεία, στην παθολογία των φανατικών του και -προπάντων- στο χρόνο: γιατί μιλάει σε ό,τι πιο απελπισμένο έχουμε όλοι μέσα μας».
Πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία λοιπόν η Μαστοράκη φιλοδοξεί να κερδίσει τους νέους αναγνώστες με την εκσυγχρονισμένη απόδοση του έργου, και να ικανοποιήσει τους παλιούς , συστήνοντας ξανά τον φύλακα, τον πιάστη, τον Χόλτεν Κόλφιλντ.
Ο φύλακας στη σίκαλη φορώντας τον νέο του τίτλο «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης» από της εκδόσεις Γράμματα. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο κεφάλαιο από τη νέα μετάφραση.